- χαιρομυσής
- -ές, ΜΑαυτός που χαίρεται να κάνει κακουργήματα (α. «χαιρομυσῆ λήσταρχον κακεργάτην», Κ Μανασσ.β. «χαιρομυσῆ φόνον», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χαίρω + -μυσής (< μύσος «μίασμα»), πρβλ. θεο-μυσής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειρομυσής — και χερομυσής και διορθ. τ. χαιρομυσής, ές, Α αυτός που μολύνει τα χέρια του με φονικό αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μυσής (< μύσος «μίασμα»), πρβλ. θεο μυσής] … Dictionary of Greek